- πιστευτικός
- -ή, -όν, Α [πιστεύω]1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόντο να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῡ ὑπὸ τῶν φίλων φιλεῑσθαι», Μ. Αυρ.).επίρρ...πιστευτικῶς ΜΑ1. με εμπιστοσύνηαρχ.1. με τρόπο που εμπνέει εμπιστοσύνη («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)2. φρ. «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω εμπιστοσύνη, στηρίζομαι σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.